Απασχολημένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
forgalmas, serény, tevékeny, elfoglalt, foglalt, elfoglalva, mozgalmas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχολημένος
απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, απασχολημένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- απαρχαιωμένος στα ουγγρικά - ódon, idejétmúlt, elavult, az elavult, elavultak, korszerűtlen
- απαστράπτω στα ουγγρικά - szikrázás, csillogás, fellobbanás, flare, hollandi, fáklyát, tükröződéseke
- απασχολώ στα ουγγρικά - elfoglalt, foglalt, forgalmas, elfoglalva, mozgalmas
- απασχόληση στα ουγγρικά - foglalkoztatás, foglalkoztatási, a foglalkoztatás, foglalkoztatottság, foglalkoztatásra
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: forgalmas, serény, tevékeny, elfoglalt, foglalt, elfoglalva, mozgalmas
Μεταφράσεις: forgalmas, serény, tevékeny, elfoglalt, foglalt, elfoglalva, mozgalmas