Απασχολημένος στα πολωνικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ruchliwy, czynny, zajęty, skrzętny, rojny, pracowity, zajęci, zajęta, zajęte
Απασχολημένος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας πολωνικά, απασχολημένος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα πολωνικά - przedpotopowy, archaiczny, nieaktualny, szczątkowy, staroświecki, przestarzały, przestarzałe, ...
  • απαστράπτω στα πολωνικά - iskrzenie, pienić, skrzyć, musowanie, blask, błysk, przebłysk, ...
  • απασχολώ στα πολωνικά - opanować, zmonopolizować, monopolizować, przywłaszczyć, pochłaniać, zajęty, pracowity, ...
  • απασχόληση στα πολωνικά - rozrywka, utrzymanie, zatrudnienie, praca, zatrudnienia, pracy, pracę
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ruchliwy, czynny, zajęty, skrzętny, rojny, pracowity, zajęci, zajęta, zajęte