Απασχολημένος στα ρουμανικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ocupat, ocupată, ocupați, de ocupat, ocupati
Απασχολημένος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, απασχολημένος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα ρουμανικά - depășit, depășite, învechite, depășită, învechit
  • απαστράπτω στα ρουμανικά - luci, semnal luminos, flare, episod acut, redresare, ars
  • απασχολώ στα ρουμανικά - ocupat, ocupată, ocupați, de ocupat, ocupati
  • απασχόληση στα ρουμανικά - trai, distracţie, ocuparea forței de muncă, ocupării forței de muncă, muncă, de muncă, angajare
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: ocupat, ocupată, ocupați, de ocupat, ocupati