Απασχολημένος στα ισπανικά
Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
animado, ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχολημένος
απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας ισπανικά, απασχολημένος στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- απαρχαιωμένος στα ισπανικά - anticuado, arcaico, obsoleta, anticuada, obsoleto, outdated
- απαστράπτω στα ισπανικά - chispear, relumbrar, chispa, destellar, llamarada, bengala, flama, ...
- απασχολώ στα ισπανικά - ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno
- απασχόληση στα ισπανικά - pasatiempo, mantenimiento, sustento, diversión, empleo, el empleo, de empleo, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: animado, ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno
Μεταφράσεις: animado, ocupado, ocupados, ocupada, concurrida, lleno