Απασχολημένος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχολημένος
απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, απασχολημένος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- απαρχαιωμένος στα σλαβομακεδονικά - застарена, застарени, застарен, застарената, застарените
- απαστράπτω στα σλαβομακεδονικά - одблесокот, блескање, одблесок, блескањето, Гилберт
- απασχολώ στα σλαβομακεδονικά - зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен
- απασχόληση στα σλαβομακεδονικά - вработување, вработувањето, за вработување, вработеноста, вработеност
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен
Μεταφράσεις: зафатен, зафатени, зафатена, зафатени со, е зафатен