Απασχολημένος στα τσεχικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čilý, činný, rušný, živý, zaneprázdněný, obsazeno, zaneprázdněn, zaneprázdněni, rušné
Απασχολημένος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, απασχολημένος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα τσεχικά - zakrnělý, starobylý, staromódní, archaický, nemoderní, starý, zastaralý, ...
  • απαστράπτω στα τσεχικά - šumět, jiskřit, pěnit, jiskření, sršení, jiskra, třpytit, ...
  • απασχολώ στα τσεχικά - monopolizovat, ovládnout, upoutat, zaneprázdněný, obsazeno, zaneprázdněn, zaneprázdněni, ...
  • απασχόληση στα τσεχικά - kratochvíle, zábava, výživa, rekreace, obživa, vyražení, živobytí, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: čilý, činný, rušný, živý, zaneprázdněný, obsazeno, zaneprázdněn, zaneprázdněni, rušné