Απασχολημένος στα γερμανικά

Μετάφραση: απασχολημένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besetzt, beschäftigt, emsig, belegt, geschäftig, geschäftigen, damit beschäftigt, belebten
Απασχολημένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχολημένος

απασχολημένος συνώνυμα, απασχολημένος in english, απασχολημένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, απασχολημένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • απαρχαιωμένος στα γερμανικά - veraltet, obsolet, altmodisch, archaisch, verbraucht, altertümlich, überholt, ...
  • απαστράπτω στα γερμανικά - funkeln, schäumen, Fackel, Leuchtsignal, flackern, Flare, Aufflackern
  • απασχολώ στα γερμανικά - beschäftigt, besetzt, geschäftigen, damit beschäftigt, belebten
  • απασχόληση στα γερμανικά - lebensunterhalt, kurzweil, broterwerb, zeitvertreib, unterhalt, Beschäftigung, Beschäftigungs, ...
Τυχαίες λέξεις
Απασχολημένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: besetzt, beschäftigt, emsig, belegt, geschäftig, geschäftigen, damit beschäftigt, belebten