Απομονωμένος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изолиран, изолирана, изолирани, изолирано, изолирания
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομονωμένος
απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απομονωμένος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απομακρυσμένος στα βουλγαρικά - далечен, отдалечен, далечна, далечно, далечното
- απομνημονεύω στα βουλγαρικά - запаметявам, запомните, запаметява, запомня, запомнят
- απομονώνω στα βουλγαρικά - изолирам, изолира, изолират, се изолира, изолиране на
- απομόνωση στα βουλγαρικά - уединение, хватка, изолация, изолиране, изолацията, изолирано, изолиране на
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: изолиран, изолирана, изолирани, изолирано, изолирания
Μεταφράσεις: изолиран, изолирана, изолирани, изолирано, изолирания