Απομονωμένος στα γερμανικά

Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abgeschieden, isolierte, getrennt, abgeschlossen, zurückgezogen, abgesondert, isoliert, Freigestellt, isolierten
Απομονωμένος στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομονωμένος

απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας γερμανικά, απομονωμένος στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • απομακρυσμένος στα γερμανικά - entfernt, abgeschlagen, reserviert, fern, abgelegen, fernbedienung, abstehend, ...
  • απομνημονεύω στα γερμανικά - auswendig lernen, memorieren, merken, auswendig, zu speichern
  • απομονώνω στα γερμανικά - isolieren, zu isolieren, Isolierung, isoliert
  • απομόνωση στα γερμανικά - kuppelung, kupplung, abgeschlossenheit, vogelgelege, abgeschiedenheit, schaltkupplung, gelege, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: abgeschieden, isolierte, getrennt, abgeschlossen, zurückgezogen, abgesondert, isoliert, Freigestellt, isolierten