Απομονωμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alleenstaand, geïsoleerd, geïsoleerde, geïsoleerd, geïsoleerde, Vrijstaand
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομονωμένος
απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απομονωμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- απομακρυσμένος στα ολλανδικά - verwijderd, veraf, afgelegen, ververwijderd, verafgelegen, ver, verre, ...
- απομνημονεύω στα ολλανδικά - memoriseren, onthouden, onthoud, te onthouden, slaan
- απομονώνω στα ολλανδικά - isoleren, afzonderen, te isoleren, isoleer, geïsoleerd, isoleren van
- απομόνωση στα ολλανδικά - bemachtigen, grijpen, koppeling, isolatie, isolering, isolement, geïsoleerd, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: alleenstaand, geïsoleerd, geïsoleerde, geïsoleerd, geïsoleerde, Vrijstaand
Μεταφράσεις: alleenstaand, geïsoleerd, geïsoleerde, geïsoleerd, geïsoleerde, Vrijstaand