Απομονωμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самотній, відокремлювати, ізолюється, одинокий, ізолюйте, ізольований, ізольована, ізольоване, ізольовану
Απομονωμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομονωμένος

απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απομονωμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • απομακρυσμένος στα ουκρανικά - холодний, безжальний, сухий, сухої, безпощадний, безжалісний, нещадний, ...
  • απομνημονεύω στα ουκρανικά - пам'яті, запам'ятовувати, запам'ятати
  • απομονώνω στα ουκρανικά - ізолюйте, ізолювати
  • απομόνωση στα ουκρανικά - зчеплення, владу, яйця, відокремлення, ухопитися, захоплення, ізоляція
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: самотній, відокремлювати, ізолюється, одинокий, ізолюйте, ізольований, ізольована, ізольоване, ізольовану