Απομονωμένος στα δανικά

Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
isolerede, isoleret
Απομονωμένος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομονωμένος

απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας δανικά, απομονωμένος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απομακρυσμένος στα δανικά - fjern, fjernt, fjerne, langt, afstand
  • απομνημονεύω στα δανικά - huske, lagre, lære, gemme, at huske
  • απομονώνω στα δανικά - isolere, at isolere, isolering, isolering af, isolerer
  • απομόνωση στα δανικά - gribe, kobling, isolation, isoleret, isolering, isoleringen, isolationen
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: isolerede, isoleret