Απομονωμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
izoliuotas, izoliuota, izoliuoti, izoliuotos, pavienis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απομονωμένος
απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, απομονωμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- απομακρυσμένος στα λιθουανικά - tolimas, atokus, tolima, toli, Distant
- απομνημονεύω στα λιθουανικά - įsiminti, atsiminti, prisiminti, įsimena, įsidėmėti
- απομονώνω στα λιθουανικά - izoliuoti, išskirti, atskirti, izoliuoja, izoliato
- απομόνωση στα λιθουανικά - sankaba, izoliacija, izoliacijos, izoliavimo, išskyrimas, izoliavimas
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: izoliuotas, izoliuota, izoliuoti, izoliuotos, pavienis
Μεταφράσεις: izoliuotas, izoliuota, izoliuoti, izoliuotos, pavienis