Απομονωμένος στα τσεχικά

Μετάφραση: απομονωμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oddělený, odloučený, ojedinělý, izolovaný, osamocený, separovaný, ojedinělých, izolovaných, samostatný
Απομονωμένος στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απομονωμένος

απομονωμένος συνώνυμο, απομονωμένος στα αγγλικα, απομονωμένος ορός γάλακτος, απομονωμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, απομονωμένος στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • απομακρυσμένος στα τσεχικά - vzdálený, odměřený, odlehlý, daleký, nepřístupný, chladný, rezervovaný, ...
  • απομνημονεύω στα τσεχικά - memorovat, zapamatovat, pamatovat, zapamatovat si, zapamatování
  • απομονώνω στα τσεχικά - vyloučit, separovat, oddělit, izolovat, osamostatnit, odříznout, odloučit, ...
  • απομόνωση στα τσεχικά - spojka, chňapat, popadnout, izolace, chytit, chytat, odloučenost, ...
Τυχαίες λέξεις
Απομονωμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: oddělený, odloučený, ojedinělý, izolovaný, osamocený, separovaný, ojedinělých, izolovaných, samostatný