Αποτροπιαστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αποτροπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отвратителен, ужасяващ, ужасяващо, ужасяващи, отблъскващо
Αποτροπιαστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποτροπιαστικός

αποτροπιαστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποτροπιαστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αποτολμώ στα βουλγαρικά - рисковата, спекулация, венчър, предприятие, рисков, за рисков, дружество
  • αποτρέπω στα βουλγαρικά - възпиране, възпре, възпрат, възпират, възпиране на
  • αποτυγχάνω στα βουλγαρικά - съскам, Fizzle, взриви, слабо съскане, неуспех
  • αποτυχία στα βουλγαρικά - неудача, банкрут, неуспех, провал, повреда, недостатъчност, неизпълнение
Τυχαίες λέξεις
Αποτροπιαστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отвратителен, ужасяващ, ужасяващо, ужасяващи, отблъскващо