Αποτροπιαστικός στα δανικά
Μετάφραση: αποτροπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
afskyelige, afskyeligt, afskyelig, afskyvækkende, frastødende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποτροπιαστικός
αποτροπιαστικός λεξικό γλώσσας δανικά, αποτροπιαστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποτολμώ στα δανικά - tilfælde, held, fare, risiko, venture, risikovillig, venturet
- αποτρέπω στα δανικά - forhindre, hindre, afskrække, afholde, afværge
- αποτυγχάνω στα δανικά - fise, fise ud, fizzle
- αποτυχία στα δανικά - bankerot, fiasko, svigt, manglende, ikke, fejl
Τυχαίες λέξεις
Αποτροπιαστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: afskyelige, afskyeligt, afskyelig, afskyvækkende, frastødende
Μεταφράσεις: afskyelige, afskyeligt, afskyelig, afskyvækkende, frastødende