Αποτροπιαστικός στα ρουμανικά

Μετάφραση: αποτροπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obscen, respingător, odioase, oribil, respingătoare, dezgustătoare
Αποτροπιαστικός στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποτροπιαστικός

αποτροπιαστικός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αποτροπιαστικός στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • αποτολμώ στα ρουμανικά - pericol, risca, noroc, risc, aventura, de risc, venture, ...
  • αποτρέπω στα ρουμανικά - împiedica, descuraja, descurajarea, descurajeze, a descuraja
  • αποτυγχάνω στα ρουμανικά - eșec, fâșâit, fâșâi, fâșâială
  • αποτυχία στα ρουμανικά - eşec, eșec, insuficiență, insuficienta, eșecul, esec
Τυχαίες λέξεις
Αποτροπιαστικός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: obscen, respingător, odioase, oribil, respingătoare, dezgustătoare