Αποτροπιαστικός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αποτροπιαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afschuwelijk, vuil, obsceen, weerzinwekkend, afschuwelijke, weerzinwekkende, een gruwel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποτροπιαστικός
αποτροπιαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποτροπιαστικός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αποτολμώ στα ολλανδικά - nood, gevaren, tref, waagstuk, risico, risico's, kans, ...
- αποτρέπω στα ολλανδικά - beletten, voorkomen, verhoeden, verhinderen, folie, afschrikken, afhouden, ...
- αποτυγχάνω στα ολλανδικά - ontbreken, falen, stranden, floppen, mislukken, gesis, Fizzle, ...
- αποτυχία στα ολλανδικά - afgang, sof, mislukking, fiasco, flop, echec, storing, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποτροπιαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afschuwelijk, vuil, obsceen, weerzinwekkend, afschuwelijke, weerzinwekkende, een gruwel
Μεταφράσεις: afschuwelijk, vuil, obsceen, weerzinwekkend, afschuwelijke, weerzinwekkende, een gruwel