Γλύπτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скулптор, скулптора, скулпторът, скулптура
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γλύπτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα βουλγαρικά - лингвист, езиковед, лингвистът, лингвисти
- γλόμπος στα βουλγαρικά - луковица, глобус, кълбо, Globe, Глоуб, земното кълбо
- γλύφω στα βουλγαρικά - глиф, йероглиф, издатина, глифа
- γλώσσα στα βουλγαρικά - жаргон, език, язък, езика, езици, на език
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: скулптор, скулптора, скулпторът, скулптура
Μεταφράσεις: скулптор, скулптора, скулпторът, скулптура