Γλύπτης στα ισπανικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
escultor, el escultor, escultora, escultor de, del escultor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας ισπανικά, γλύπτης στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα ισπανικά - lingüista, el lingüista, lingüista de, lingüistas, linguista
- γλόμπος στα ισπανικά - bulbo, bombilla, cebolla, ampolla, globo, mundo, planeta, ...
- γλύφω στα ισπανικά - entallar, cortar, glifo, glyph, glifo de, glifos, de glifo
- γλώσσα στα ισπανικά - exclusivo, discurso, solo, suela, solitario, lenguaje, lengua, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: escultor, el escultor, escultora, escultor de, del escultor
Μεταφράσεις: escultor, el escultor, escultora, escultor de, del escultor