Γλύπτης στα εσθονικά

Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kujur, skulptor, skulptori, on skulptor
Γλύπτης στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γλύπτης

γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας εσθονικά, γλύπτης στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • γλωσσομαθής στα εσθονικά - keeleteadlane, lingvist, lingvisti, keeleteadlase, keelemees
  • γλόμπος στα εσθονικά - sibul, elektripirn, mugul, maakera, maailmas, maailma, maailmast
  • γλύφω στα εσθονικά - uuristama, nikerdama, tähemärkide, glüüfi, glüüf, mistahes muu asi
  • γλώσσα στα εσθονικά - keel, ainus, keelsus, sisetald, keeles, keele, keelt, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kujur, skulptor, skulptori, on skulptor