Γλύπτης στα πολωνικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeźbiarz, snycerz, rzeźbiarza, rzeźbiarzem, rzeźbiarka
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας πολωνικά, γλύπτης στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα πολωνικά - lingwista, językoznawca, filolog, lingwistą, językoznawcą, językoznawcy
- γλόμπος στα πολωνικά - bulwa, bańka, opuszka, cebula, cebulka, żarówka, globus, ...
- γλύφω στα πολωνικά - wyrzeźbić, wyrzynać, krajać, dzielić, rzeźbić, kroić, wycinać, ...
- γλώσσα στα πολωνικά - pióro, zelować, jeden, ozór, zelówka, język, wypust, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rzeźbiarz, snycerz, rzeźbiarza, rzeźbiarzem, rzeźbiarka
Μεταφράσεις: rzeźbiarz, snycerz, rzeźbiarza, rzeźbiarzem, rzeźbiarka