Γλύπτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
escultor, sculptor, escultora, um escultor, escultor de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γλύπτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα πορτογαλικά - linho, linguista, lingüista
- γλόμπος στα πορτογαλικά - bolbo, ampola, lâmpada, globo, mundo, globe, planeta, ...
- γλύφω στα πορτογαλικά - glifo, glyph, glifos, glifo de, de glifo
- γλώσσα στα πορτογαλικά - língua, só, pista, discurso, sozinho, terminologia, linguagem, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: escultor, sculptor, escultora, um escultor, escultor de
Μεταφράσεις: escultor, sculptor, escultora, um escultor, escultor de