Γλύπτης στα γερμανικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bildhauer, plastiker, Bildhauer, Bildhauers, Bildhauerin
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, γλύπτης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα γερμανικά - sprachwissenschaftler, linguist, Sprachwissenschaftler, Linguist, Linguisten, Sprach
- γλόμπος στα γερμανικά - glühlampe, glühbirne, knolle, Globus, Welt, ganzen Welt, Kugel, ...
- γλύφω στα γερμανικά - schnitzen, zerlegen, Glyphe, Glyphen, Glyph, Zeichen
- γλώσσα στα γερμανικά - besohlen, zunge, terminologie, kauderwelsch, fachjargon, einzig, sohle, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: bildhauer, plastiker, Bildhauer, Bildhauers, Bildhauerin
Μεταφράσεις: bildhauer, plastiker, Bildhauer, Bildhauers, Bildhauerin