Γλύπτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beeldhouwer, de beeldhouwer, sculptor, beeldhouwster
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γλύπτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα ολλανδικά - taalkundige, taalgeleerde, linguïst, Linguist, vertalers, taalwetenschapper
- γλόμπος στα ολλανδικά - gloeilamp, ampul, peer, lamp, lampje, wereldbol, aardbol, ...
- γλύφω στα ολλανδικά - beeldhouwen, uithouwen, uithakken, glyph, hiëroglief, glief
- γλώσσα στα ολλανδικά - tong, verlaten, taal, alleen, schoenzool, redevoering, rede, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beeldhouwer, de beeldhouwer, sculptor, beeldhouwster
Μεταφράσεις: beeldhouwer, de beeldhouwer, sculptor, beeldhouwster