Γλύπτης στα γαλλικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sculpteur, le sculpteur, sculpteur de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας γαλλικά, γλύπτης στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα γαλλικά - linguiste, le linguiste, linguistes, linguiste de
- γλόμπος στα γαλλικά - ampoule, bassinoire, tubercule, bulbe, oignon, globe, monde, ...
- γλύφω στα γαλλικά - découper, couper, buriner, ciseler, sculpter, tailler, graver, ...
- γλώσσα στα γαλλικά - parole, solitaire, langue, style, idiome, nomenclature, simple, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: sculpteur, le sculpteur, sculpteur de
Μεταφράσεις: sculpteur, le sculpteur, sculpteur de