Γλύπτης στα ουγγρικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szobrász, szobrászművész
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γλύπτης στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα ουγγρικά - nyelvész, nyelvésznek, nyelvészt, nyelvészi
- γλόμπος στα ουγγρικά - üveggömb, villanykörte, virághagyma, földgolyó, világon, világ, földgömb
- γλύφω στα ουγγρικά - glyph, írásjel, betűkép, karakterjel, karakterjelkészlet
- γλώσσα στα ουγγρικά - szakzsargon, nyelvjárás, szaknyelv, tájszólás, zsargon, nyelv, nyelven, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szobrász, szobrászművész
Μεταφράσεις: szobrász, szobrászművész