Γλύπτης στα ιταλικά
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scultore, scultrice, lo scultore, scultore di
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, γλύπτης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα ιταλικά - linguista, il linguista, linguist, linguisti, glottologo
- γλόμπος στα ιταλικά - lampadina, globo, mondo, globe, pianeta, il globo
- γλύφω στα ιταλικά - scolpire, glifo, glifi, icona, glyph, di glifi
- γλώσσα στα ιταλικά - romito, solitario, singolo, suola, sogliola, lingua, solo, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: scultore, scultrice, lo scultore, scultore di
Μεταφράσεις: scultore, scultrice, lo scultore, scultore di