Γλύπτης στα τούρκικα
Μετάφραση: γλύπτης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heykeltraş, heykeltıraş, heykel, bir heykeltıraş
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γλύπτης
γλύπτης δημητριάδης, γλύπτης φειδίας, γλύπτης θόδωρος, γλύπτης καλλίμαχος, γλύπτης τάκης, γλύπτης λεξικό γλώσσας τούρκικα, γλύπτης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- γλωσσομαθής στα τούρκικα - dilbilimci, linguist, dil bilimci, bir dilbilimci
- γλόμπος στα τούρκικα - dünya, küre, globe, glob, The Globe
- γλύφω στα τούρκικα - oymak, kabartma, glif, glifi
- γλώσσα στα τούρκικα - söylev, biricik, dil, ıssız, hitabe, konuşma, yalnız, ...
Τυχαίες λέξεις
Γλύπτης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: heykeltraş, heykeltıraş, heykel, bir heykeltıraş
Μεταφράσεις: heykeltraş, heykeltıraş, heykel, bir heykeltıraş