Δεξιοτεχνία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
майсторска изработка, изработка, майсторство, занаятчийство, занаятчийството
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δεξιοτεχνία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα βουλγαρικά - резервоар, танк, цистерна, резервоара, яма, резервоар за
- δεξιοτέχνης στα βουλγαρικά - специалист, сръчен, изкусен, повече умения, умения, придобиете повече умения
- δεξιός στα βουλγαρικά - плавай, коригирам, верен, правилен, надясно, право, десен, ...
- δερμάτινος στα βουλγαρικά - кожа, в, на, по, през, във
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: майсторска изработка, изработка, майсторство, занаятчийство, занаятчийството
Μεταφράσεις: майсторска изработка, изработка, майсторство, занаятчийство, занаятчийството