Δεξιοτεχνία στα πολωνικά

Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bystrość, zwinność, sprawność, zręczność, rzemiosło, mistrzostwo, kunszt, rzemiosła, craftsmanship
Δεξιοτεχνία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία

ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας πολωνικά, δεξιοτεχνία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • δεξαμενή στα πολωνικά - zalew, cysterna, spłuczka, akwen, rezerwuar, bak, basen, ...
  • δεξιοτέχνης στα πολωνικά - kapitan, wzorzec, szef, właściciel, linijka, pan, majster, ...
  • δεξιός στα πολωνικά - właściwy, słuszny, uprawnienie, prawidłowy, prawo, dobry, wprost, ...
  • δερμάτινος στα πολωνικά - skóra, w skórze, ze skóry, w skóry, w skórę, skórą
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bystrość, zwinność, sprawność, zręczność, rzemiosło, mistrzostwo, kunszt, rzemiosła, craftsmanship