Δεξιοτεχνία στα ουγγρικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szaktudás, kivitelezés, kivitelezés eredménye, kézműves
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δεξιοτεχνία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα ουγγρικά - vízmedence, tank, víztározó, vécétartály, víztartály, zsilipköz, víztorony, ...
- δεξιοτέχνης στα ουγγρικά - tanító, fiatalúr, ügyes, ügyesen, szakszerű, szakképzett, hozzáértő
- δεξιός στα ουγγρικά - jog, helyes, jobb, juss, jogosság, igazságosság, jogot, ...
- δερμάτινος στα ουγγρικά - bőr, bőrből, bőrbe
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szaktudás, kivitelezés, kivitelezés eredménye, kézműves
Μεταφράσεις: szaktudás, kivitelezés, kivitelezés eredménye, kézműves