Δεξιοτεχνία στα λιθουανικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
menas, meistriškumo, meistriškumas, amatų, meistriškumą
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δεξιοτεχνία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα λιθουανικά - cisterna, tankas, rezervuaras, bakas, bako, talpykla
- δεξιοτέχνης στα λιθουανικά - ponas, savininkas, valdovas, pagrindinis, ponaitis, meistras, sumanus, ...
- δεξιός στα λιθουανικά - teisė, tinkamas, teisingas, tikslus, dešiniuoju, tiesiai, į dešinę, ...
- δερμάτινος στα λιθουανικά - oda, iš odos, odoje, esančios oda
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: menas, meistriškumo, meistriškumas, amatų, meistriškumą
Μεταφράσεις: menas, meistriškumo, meistriškumas, amatų, meistriškumą