Δεξιοτεχνία στα δανικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndværk, håndværksmæssig, håndværksmæssige, håndværket
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας δανικά, δεξιοτεχνία στα δανικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα δανικά - tank, tanken, beholderen, beholder, akvarium
- δεξιοτέχνης στα δανικά - mester, herre, hersker, dygtig, dygtige, præcis, dygtigt, ...
- δεξιός στα δανικά - ret, korrekt, rette, rigtig, lige, højre, rigtige, ...
- δερμάτινος στα δανικά - læder, i, på, med
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: håndværk, håndværksmæssig, håndværksmæssige, håndværket
Μεταφράσεις: håndværk, håndværksmæssig, håndværksmæssige, håndværket