Δεξιοτεχνία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
habilidade, artesanato, craftsmanship, artesanal, artesanato em
Δεξιοτεχνία στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία

ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δεξιοτεχνία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δεξαμενή στα πορτογαλικά - depósitos, tanque, enredar, cisterna, tanque de, depósito, reservatório, ...
  • δεξιοτέχνης στα πορτογαλικά - patrão, original, mestre, amo, mastro, dono, senhor, ...
  • δεξιός στα πορτογαλικά - são, direita, justo, corrigir, certo, destro, correcto, ...
  • δερμάτινος στα πορτογαλικά - menos, couro, em couro, no couro, em pele, de couro, em couro de
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: habilidade, artesanato, craftsmanship, artesanal, artesanato em