Δεξιοτεχνία στα φινλανδικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taitavuus, ammattitaito, käsityötaitoa, käsityötaito, laatutuote, käsityötä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, δεξιοτεχνία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα φινλανδικά - panssarivaunu, sammio, säiliökivilaji, säiliö, allas, vesisäiliö, tekojärvi, ...
- δεξιοτέχνης στα φινλανδικά - mestari, originaali, laivuri, oppi-isä, johtaja, herra, alkuperäinen, ...
- δεξιός στα φινλανδικά - oikeanpuolinen, sovelias, korjata, oikea, osuva, sopiva, juuri, ...
- δερμάτινος στα φινλανδικά - nahka, hihna, nahkaa, nahasta, nahan
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: taitavuus, ammattitaito, käsityötaitoa, käsityötaito, laatutuote, käsityötä
Μεταφράσεις: taitavuus, ammattitaito, käsityötaitoa, käsityötaito, laatutuote, käsityötä