Δεξιοτεχνία στα ολλανδικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vakmanschap, ambachtelijke, afwerking, het vakmanschap, ambacht
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δεξιοτεχνία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα ολλανδικά - bak, reservoir, tank, spaarbekken, vergaarbak, de tank
- δεξιοτέχνης στα ολλανδικά - baas, heer, apart, directeur, meester, rector, grootmeester, ...
- δεξιός στα ολλανδικά - juist, waar, rechts, gegrond, rechter, recht, vandehands, ...
- δερμάτινος στα ολλανδικά - lederen, leerachtig, leer, taai, leren, leder, in leer, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vakmanschap, ambachtelijke, afwerking, het vakmanschap, ambacht
Μεταφράσεις: vakmanschap, ambachtelijke, afwerking, het vakmanschap, ambacht