Δεξιοτεχνία στα σουηδικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skicklighet, hantverk, yrkesskicklighet, hantverket, hantverks, stor yrkesskicklighet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας σουηδικά, δεξιοτεχνία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα σουηδικά - cistern, reservoar, behållare, stridsvagn, tank, tanken
- δεξιοτέχνης στα σουηδικά - mästare, herre, skicklig, skickligare, skickliga, skickligt, duktig
- δεξιός στα σουηδικά - rättighet, direkt, rätt, riktig, exakt, rät, höger, ...
- δερμάτινος στα σουηδικά - läder, i läder, i skinn
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: skicklighet, hantverk, yrkesskicklighet, hantverket, hantverks, stor yrkesskicklighet
Μεταφράσεις: skicklighet, hantverk, yrkesskicklighet, hantverket, hantverks, stor yrkesskicklighet