Διαπράττω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ангажират, ангажираме, ангажира, извършване, извърши
Διαπράττω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπράττω

διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπράττω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διαπληκτίζομαι στα βουλγαρικά - пререкания, споря, твърдя, твърдят, спори
  • διαπλοκή στα βουλγαρικά - преплитане, преплитането, взаимопроникване, от преплитането
  • διαπρέπω στα βουλγαρικά - превъзходен, виден, отличен, Този превъзходен, изтъкнатата
  • διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά - договаряне, преговори, преговорите, преговорния, на преговори
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ангажират, ангажираме, ангажира, извършване, извърши