Διαπράττω στα εσθονικά

Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõistma, pühenduma, sooritama, tegema, toime panema, toime, kohustuvad, kohustuse
Διαπράττω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπράττω

διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαπράττω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαπληκτίζομαι στα εσθονικά - vaidlema, riid, tüli, väitma, väidavad, väita
  • διαπλοκή στα εσθονικά - sekkumine, interventsioon, sidudes, põimuvad, turbevõimete põimumist täieulatuslikus, läbipõimumine, ristuvatest
  • διαπρέπω στα εσθονικά - väljapaistvale, preeminent, eelisasendi, par exellence
  • διαπραγμάτευση στα εσθονικά - rahakstegemine, läbirääkimine, läbirääkimised, läbirääkimiste, läbirääkimisi, läbirääkimistel, läbirääkimisteks
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: mõistma, pühenduma, sooritama, tegema, toime panema, toime, kohustuvad, kohustuse