Διαπράττω στα ισλανδικά
Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fremja, skuldbinda, drýgja, skuldbinda sig, að fremja
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπράττω
διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διαπράττω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- διαπληκτίζομαι στα ισλανδικά - illdeilur, þrefa, halda því fram, halda, halda því, að halda því fram, rökrætt
- διαπλοκή στα ισλανδικά - interweaving
- διαπρέπω στα ισλανδικά - preeminent
- διαπραγμάτευση στα ισλανδικά - samningaviðræður, samningaviðræðum, samningum, samningagerð, samningaferlið
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: fremja, skuldbinda, drýgja, skuldbinda sig, að fremja
Μεταφράσεις: fremja, skuldbinda, drýgja, skuldbinda sig, að fremja