Διαπράττω στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsipareigoti, įsipareigoja, įvykdyti, padaryti, įsipareigotų
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπράττω
διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαπράττω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαπληκτίζομαι στα λιθουανικά - ginčas, ginčytis, skandalas, kivirčas, vaidas, teigia, teigti
- διαπλοκή στα λιθουανικά - susipynę, Przeplatający, supina
- διαπρέπω στα λιθουανικά - išsiskiriantis, pranašesnis, žymus, Išduoda, preeminent
- διαπραγμάτευση στα λιθουανικά - derybos, derybų, derybas, derėtis, derybos dėl
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įsipareigoti, įsipareigoja, įvykdyti, padaryti, įsipareigotų
Μεταφράσεις: įsipareigoti, įsipareigoja, įvykdyti, padaryti, įsipareigotų