Διαπράττω στα κροατικά
Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
počiniti, izvršiti, obvezati, počine, počini, obvezuju
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπράττω
διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας κροατικά, διαπράττω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- διαπληκτίζομαι στα κροατικά - prosuditi, svađa, psovati, razuvjeriti, spor, prepirka, diskutirati, ...
- διαπλοκή στα κροατικά - miješanje, intervencija, ispreplitanje, prepletanje, preplitanje, isprepliće, međusobno preplitanje
- διαπρέπω στα κροατικά - isticati, nadmašiti, nadmašivati, nadmoćan, istaknute, dominirajuća, istaknut, ...
- διαπραγμάτευση στα κροατικά - pregovaranje, dogovaranje, pretresanje, pregovora, pregovaranja, pregovori, pregovarački
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: počiniti, izvršiti, obvezati, počine, počini, obvezuju
Μεταφράσεις: počiniti, izvršiti, obvezati, počine, počini, obvezuju