Διαπράττω στα σουηδικά

Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
begå, commit, begår, åta, förbinda
Διαπράττω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπράττω

διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διαπράττω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διαπληκτίζομαι στα σουηδικά - träta, diskutera, kiv, strid, kivas, gräl, argumentera, ...
  • διαπλοκή στα σουηδικά - sammanvävning, vävningen, sammanflätning, vävnings, vävning
  • διαπρέπω στα σουηδικά - stående, preeminent, framstående, mest framstående
  • διαπραγμάτευση στα σουηδικά - förhandling, förhandlingar, förhandlings, förhandlingarna, förhandla
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: begå, commit, begår, åta, förbinda