Διαπράττω στα ρουμανικά

Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
investi, comite, angajeze, se angajeze, angajează, comită
Διαπράττω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπράττω

διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, διαπράττω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • διαπληκτίζομαι στα ρουμανικά - ceartă, argumenta, susțin, argumentează, sustin, susține
  • διαπλοκή στα ρουμανικά - întrepătrundere, impletire, împletirea, interțesere, împletire
  • διαπρέπω στα ρουμανικά - preeminent, proeminenta, proeminentă, proeminent, proeminente
  • διαπραγμάτευση στα ρουμανικά - negociere, de negociere, negocieri, negocierea, de negocieri
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: investi, comite, angajeze, se angajeze, angajează, comită