Διαπράττω στα τούρκικα
Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yapmak, işlemek, taahhüt, tamamlama, commit, işlemeye
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπράττω
διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διαπράττω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διαπληκτίζομαι στα τούρκικα - kavga, tartışmak, iddia, savunuyorlar, ileri, tartışmaya
- διαπλοκή στα τούρκικα - birbirinin içine girme, iç içe, iç içe geçmiþ, iç içe birbirine, içe birbirine
- διαπρέπω στα τούρκικα - üstün, Önde gelen, seçkin, seçkin bir, preeminent
- διαπραγμάτευση στα τούρκικα - görüşme, müzakere, anlaşma, anlaşması, pazarlık
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yapmak, işlemek, taahhüt, tamamlama, commit, işlemeye
Μεταφράσεις: yapmak, işlemek, taahhüt, tamamlama, commit, işlemeye