Διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
договаряне, преговори, преговорите, преговорния, на преговори
Διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα βουλγαρικά - ангажират, ангажираме, ангажира, извършване, извърши
  • διαπρέπω στα βουλγαρικά - превъзходен, виден, отличен, Този превъзходен, изтъкнатата
  • διαπραγματευτής στα βουλγαρικά - посредник, преговарящ, преговарящ на, преговарящ за, преговарящ по
  • διαπραγματεύομαι στα βουλγαρικά - преговарям, разисквам, Парли, Parley, преговори
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: договаряне, преговори, преговорите, преговорния, на преговори