Διαπραγμάτευση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
negociação, de negociação, negociações, a negociação, negociação de
Διαπραγμάτευση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαπραγμάτευση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα πορτογαλικά - licenciar, perpetrar, licença, cometer, empenhar, comprometer, commit, ...
  • διαπρέπω στα πορτογαλικά - preeminente, proeminente, mais proeminente, preeminent, proeminentes
  • διαπραγματευτής στα πορτογαλικά - negociador, negociadora, negociador de, o negociador, negociadores
  • διαπραγματεύομαι στα πορτογαλικά - negociar, descuidar, negligência, negociação, parlamentar, conferenciar, Parley, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: negociação, de negociação, negociações, a negociação, negociação de