Διαπραγμάτευση στα γερμανικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verhandlung, unterhandlung, Verhandlung, Aushandlung, Verhandlungen, Verhandlungs
Διαπραγμάτευση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας γερμανικά, διαπραγμάτευση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα γερμανικά - begehen, verüben, schenken, widmen, investieren, verpflichten, Commit, ...
  • διαπρέπω στα γερμανικά - hervorragend, überragend, herausragende, herausragenden, ragende
  • διαπραγματευτής στα γερμανικά - unterhändler, Unterhändler, Vermittler, Verhandlungs, Verhandlungsführer
  • διαπραγματεύομαι στα γερμανικά - verhandeln, Verhandlungen, Unterredung, parley, Unterhandlung
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: verhandlung, unterhandlung, Verhandlung, Aushandlung, Verhandlungen, Verhandlungs