Διαπραγμάτευση στα εσθονικά

Μετάφραση: διαπραγμάτευση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahakstegemine, läbirääkimine, läbirääkimised, läbirääkimiste, läbirääkimisi, läbirääkimistel, läbirääkimisteks
Διαπραγμάτευση στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπραγμάτευση

διαπραγμάτευση μετοχών τράπεζας κύπρου, διαπραγμάτευση μισθού, διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, διαπραγμάτευση warrants, διαπραγμάτευση κατά τον πιστωτικό έλεγχο, διαπραγμάτευση λεξικό γλώσσας εσθονικά, διαπραγμάτευση στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • διαπράττω στα εσθονικά - mõistma, pühenduma, sooritama, tegema, toime panema, toime, kohustuvad, ...
  • διαπρέπω στα εσθονικά - väljapaistvale, preeminent, eelisasendi, par exellence
  • διαπραγματευτής στα εσθονικά - läbirääkija, läbirääkijana, läbirääkijale, läbirääkijaks, läbirääkijat
  • διαπραγματεύομαι στα εσθονικά - kvoctrain, Negotiate, Parleyt, Parleyle, Parley
Τυχαίες λέξεις
Διαπραγμάτευση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rahakstegemine, läbirääkimine, läbirääkimised, läbirääkimiste, läbirääkimisi, läbirääkimistel, läbirääkimisteks